- αμορφόφαλλος
- (amorphophallus). Ποώδη πολυετή φυτά της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών των θερμών χωρών. Έχουν κονδυλώδεις ρίζες, πλούσιες σε άμυλο, γι’ αυτό και τις χρησιμοποιούν ως τροφή, είτε νωπές είτε παρασκευάζοντας αλεύρι. Ο βλαστός και τα φύλλα χαρακτηρίζονται από πολύχρωμα στίγματα και προεξοχές. Τα φύλλα είναι τεράστια και φτάνουν το 1,5 μ. σε πλάτος. Τα άνθη είναι και αυτά μεγάλα, έχουν χρώμα καστανό ή σπανιότερα ροζ, αλλά μυρίζουν άσχημα. Τα σπουδαιότερα από τα περίπου 70 είδη του γένους είναι ο α. ο ριβιέρειος,με άνθη ροδοκόκκινα, που καλλιεργείται στην Κίνα και στην Ιαπωνία ως διακοσμητικό φυτό και για τις μεγάλες αμυλούχες ρίζες του, και o α. ο τιτάνιος,ιθαγενές της Σουμάτρας. Είναι το πιο ιδιόρρυθμο και πιο μεγάλο είδος του γένους με φύλλα διαμέτρου 12-14 μ. και άνθη μεγέθους 2 μ.
Dictionary of Greek. 2013.